αλκυώνα

αλκυώνα
[-ών (-όνος)] η зимородок (птица)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αλκυώνα" в других словарях:

  • Αλκυώνα — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 7 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαρωνείας …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»