- αλκυώνα
- [-ών (-όνος)] η зимородок (птица)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Αλκυώνα — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 7 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαρωνείας … Dictionary of Greek